Η κύρια αιτία των σημερινών αλλαγών στο κλίμα είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα, ιδίως η εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, όπως το διοξείδιο του άνθρακα και το μεθάνιο τα οποία απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα κυρίως μέσω της καύσης ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, την θέρμανση και τις μεταφορές. Τα αέρια θερμοκηπίου εμποδίζουν τη διαφυγή της θερμικής ακτινοβολίας προς το διάστημα, με αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας στην επιφάνεια αλλά και καθ’ ύψος στην ατμόσφαιρα. Διαμορφώνεται ουσιαστικά το “φαινόμενο του θερμοκηπίου” που οδηγεί σε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης, ένα φαινόμενο ευρέως γνωστό ως υπερθέρμανση του πλανήτη.
Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα πορεία της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αναμένονται για το μέλλον καύσωνες που θα είναι συχνότεροι, περισσότερο έντονοι και με μεγαλύτερη διάρκεια, τόσο στη Μεσόγειο όσο και σε όλο τον πλανήτη. Ενδεικτικά, το πρόσφατο κύμα καύσωνα που καταγράφηκε σε Πορτογαλία και Ισπανία ήταν τόσο ακραίο που αποτελεί εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο ακόμα και για τα δεδομένα του σημερινού θερμότερου κλίματος. H πιθανότητα να συμβεί ένας τέτοιος καύσωνας σε αυτές τις περιοχές δεν ξεπερνούσε το 0,25%.
Οι εκτιμήσεις των κλιματικών μοντέλων για την περιοχή της Ελλάδας για τρία κλιματικά σενάρια (RCP2.6-το αισιόδοξο σενάριο βάσει του οποίου οι εκπομπές θερμοκηπιακών αερίων παραμένουν σταθερές στις αρχές του 21ου αιώνα και στη συνέχεια μειώνονται και γίνονται αρνητικές έως τα τέλη του, RCP4.5-το μετριοπαθές σενάριο βάσει του οποίου παρατηρείται σχετικά περιορισμένη αύξηση των εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων έως τα μέσα του αιώνα, οι οποίες στη συνέχεια μειώνονται και RCP8.5-το δυσμενές βάσει του οποίου οι εκπομπές θερμοκηπιακών αερίων το 2100 θα είναι πολύ υψηλότερες από τις σημερινές) δεν είναι ενθαρρυντικές για τον αριθμό των καυσώνων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ο αριθμός των καυσώνων στην περίοδο 2026-2025 θα αυξηθεί σε σύγκριση με την περίοδο 1971-2000 και για τα τρία σενάρια, αλλά κυρίως για το μετριοπαθές (RCP 4.5) και το δυσμενές (RCP 8.5) σενάριο, στα οποία καταγράφεται αύξηση τουλάχιστον 4 καυσώνων ανά έτος, ενώ σε περιοχές στη νότια Ελλάδα η αύξηση ενδέχεται να φθάσει και σε 8 καύσωνες ανά έτος.
Στο Σχήμα που ακολουθεί παρουσιάζεται χαρτογραφικά η μεταβολή του αριθμού των καυσώνων για την περίοδο 2046-2065 καθώς και οι εκτιμώμενες θερμοκρασίες για επιλεγείσες πόλεις στην Ελλάδα με βάση τα τρία παραπάνω σενάρια.
Επιπτώσεις των καυσώνων
Οι καύσωνες διαταράσσουν τους φυσικούς ρυθμούς της ζωής και των οικοσυστημάτων προκαλώντας συνέπειες που είναι ευρύτερες από την απλή αύξηση της θερμοκρασίας. Οι καύσωνες έχουν ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία των κατοίκων των πόλεων, ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν στις περισσότερο ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Δεδομένα θνησιμότητας από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά αίτια δείχνουν ότι παγκοσμίως η θνησιμότητα των ατόμων άνω των 65 αυξάνεται σημαντικά κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα, καθώς και τις πρώτες εβδομάδες από τη λήξη του. Για τις ευρωπαϊκές πόλεις εκτιμάται ότι οι καύσωνες έχουν συμβάλλει σε αρκετές χιλιάδες θανάτους από τις αρχές του αιώνα. Για παράδειγμα, ο καύσωνας του 2003 υπολογίζεται ότι προκάλεσε 70.000 θανάτους στη δυτική Ευρώπη (κυρίως στη Γαλλία), ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των νεκρών που αποδίδονται στον καύσωνα του 2022 στη δυτική Μεσόγειο υπολογίζεται στους 20.000.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο ΕΚΠΑ, μετρήθηκε η εσωτερική θερμοκρασία σε κατοικίες χαμηλού εισοδήματος χωρίς μόνωση, διπλά τζάμια και κλιματισμό. Οι μετρήσεις το καλοκαίρι έδειξαν διαστήματα 145 διαδοχικών ωρών με εσωτερικές θερμοκρασίες άνω των 34°C, ενώ στο τέλος κάθε καύσωνα η εσωτερική θερμοκρασία έφθανε περί τους 38°C. Ουσιαστικά, ο πληθυσμός χαμηλού εισοδήματος στις πόλεις αποτελεί το πρώτο θύμα της κλιματικής αλλαγής.
Όλο και συχνότερα οι καύσωνες συμπίπτουν με ξηρασίες, διαμορφώνοντας ένα νέο κλιματικό κίνδυνο με την ονομασία “συνδυασμένα κλιματικά φαινόμενα”. Στην περίπτωση αυτή οι επιπτώσεις των κλιματικών φαινομένων δεν είναι απλώς το άθροισμα των επιπτώσεων του κάθε φαινομένου χωριστά, αλλά αντίθετα το ένα φαινόμενο ενισχύει τις επιπτώσεις του άλλου. Το 2022, η Δυτική Μεσόγειος αλλά και τμήματα της Κεντρικής Ευρώπης αντιμετώπισαν ένα τέτοιο συνδυασμένο φαινόμενο, με αποτέλεσμα παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες και ξηρασία. Σε τέτοιες συνθήκες, είναι εξαιρετικά πιθανό να ακολουθήσουν δασικές πυρκαγιές καθώς η δασική ύλη είναι ιδιαίτερα ξηρή και άρα εύφλεκτη.
Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι στο διάστημα 2001-2023 τριπλασιάστηκε ο αριθμός των ημερών στην Αθήνα με ταυτόχρονη εμφάνιση καύσωνα και ξηρασίας.
Από οικονομικής πλευράς, οι καύσωνες αποτελούν μια σημαντική πρόκληση. Μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τον πρωτογενή τομέα της Ελλάδας, ο οποίος αποτελεί κρίσιμο μέρος της οικονομίας της χώρας καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες και οι συνθήκες ξηρασίας εκτιμάται ότι θα μειώσουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών, θα βλάψουν το ζωικό κεφάλαιο και θα διαταράξουν τις συνήθεις πρακτικές της γεωργίας. Επιπλέον, ο τουριστικός τομέας της Ελλάδας, ως ένας σημαντικός πυλώνας της οικονομίας, μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά τόσο εξαιτίας των μη ελκυστικών κλιματικών συνθηκών για τους τουρίστες, όσο και εξαιτίας της αυξημένης ανάγκης για κλιματισμό που επιβαρύνει την ενεργειακή υποδομή της χώρας, οδηγώντας σε υψηλότερες απαιτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, με το ανάλογο φυσικά κόστος.
Η κλιμακούμενη συχνότητα και ένταση των καυσώνων στην Ελλάδα χρησιμεύει ως έντονη υπενθύμιση της ταχείας αλλαγής του κλίματος. Άλλωστε η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή χαρακτηρίζει την ανατολική Μεσόγειο ως «κλιματικό hot spot», τόσο γιατί ο ρυθμός αύξησης της θερμοκρασίας είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τον αντίστοιχο παγκόσμιο, αλλά και γιατί στο διάστημα 2000-2020 έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των καυσώνων στην περιοχή.
Αυτή η νέα πραγματικότητα επιβάλλει την κατάρτιση και άμεση εφαρμογή σχεδίων προσαρμογής ώστε να περιοριστούν οι επιπτώσεις των καυσώνων στην αγροτική ανάπτυξη και στον τουρισμό, να προστατευθεί το φυσικό κεφάλαιο, να ενσωματωθούν νέοι κανόνες στον πολεοδομικό σχεδιασμό αλλά και αναδιαρθωθεί το σύστημα υγείας καθώς και αυτό της πολιτικής προστασίας.
Πηγή: Ερευνητική ομάδα Καθ. Κων/νου Καρτάλη, Τομέας Φυσικής Περιβάλλοντος-Μετεωρολογίας, ΕΚΠΑ (2025)